φλέγος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1291] τό, = φλόξ, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φλέγος: τό, = φλόξ, «φλέγος· τὸ φλέγμα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ους, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φλέγος
τὸ φλέγμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος (για τη μορφή φλεγεσ- του θ., στην οποία οδηγεί το σιγμόληκτο ουδ., βλ. και λ. φλέγω)].