κραύγασος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ὁ, bawler, shouter, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
κραύγᾰσος: ὁ, ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», Λοβ. Φρύνιχ. 338, 436.
Greek Monolingual
κραύγασος, ὁ (AM)
αυτός που βγάζει συνεχώς κραυγές, φωνακλάς («ὀχλώδης καὶ κραύγασος καὶ λάλος», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < κραυγή ή κραυγάζω με επίθημα -σος].
German (Pape)
ὁ, der Schreier, Sp.; vgl. Lobeck zu Phryn. 338, 436.