ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
Full diacritics: πέλεκρα· | Medium diacritics: πέλεκρα | Low diacritics: πέλεκρα | Capitals: ΠΕΛΕΚΡΑ |
Transliteration A: pélekra | Transliteration B: pelekra | Transliteration C: pelekra | Beta Code: pe/lekra |
πέλεκρα: «ἀξίνη» Ἡσύχ.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀξίνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το πέλεκυς.