ἡμίφατος
From LSJ
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
English (LSJ)
ἡμίφατον, half (cf. δίφατος), Id.
German (Pape)
[Seite 1171] halb gesagt, = ἥμισυ, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίφᾰτος: -ον, ἥμισυς· ἐσχηματίσθη ὡς τὸ δίφατος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡμίφατος, -ον (Α)
ειπωμένος κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + φατός (< φημί), πρβλ. θέσφατος, πολύφατος].