μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
Full diacritics: κλῑμᾰκεών | Medium diacritics: κλιμακεών | Low diacritics: κλιμακεών | Capitals: ΚΛΙΜΑΚΕΩΝ |
Transliteration A: klimakeṓn | Transliteration B: klimakeōn | Transliteration C: klimakeon | Beta Code: klimakew/n |
ῶνος, ὁ, stairway, Glossaria.
κλιμακεών, -ῶνος, ὁ (Α)
κλίμακα, σκάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + επίθημα -εών (πρβλ. κεγχρεών, πυλεών)].