κλαδοειδής
From LSJ
Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht
Full diacritics: κλαδοειδής | Medium diacritics: κλαδοειδής | Low diacritics: κλαδοειδής | Capitals: ΚΛΑΔΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: kladoeidḗs | Transliteration B: kladoeidēs | Transliteration C: kladoeidis | Beta Code: kladoeidh/s |
ramosus, Glossaria.
κλαδοειδής, -ες (Α)
αυτός που έχει πολλά κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + -ειδής (< είδος)].