χάλυβος
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
χάλυψ ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 1332] ὁ, poet. statt χάλυψ, Σκυθῶν ἄποικος Aesch. Spt. 710.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. χάλυψ.
Greek Monolingual
-ον, Α χάλυψ, -υβος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χάλυβες, λαό που κατοικούσε στις ακτές του Πόντου.
Greek Monotonic
χάλυβος: ὁ, = χάλυψ, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χάλῠβος: (ᾰ) ὁ Aesch. = χάλυψ.