τύνη
From LSJ
οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home
English (LSJ)
v. σύ.
German (Pape)
[Seite 1162] ep. u. dor. statt τύ, σύ, du, öfters in der Il. u. bei Hesiod.
French (Bailly abrégé)
épq. c. σύ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τύνη zie σύ.
Russian (Dvoretsky)
τύνη: (ῡ) эп.-дор. Hom., Hes. = σύ.
Greek (Liddell-Scott)
τύνη: [ῡ], Ἐπικ. καὶ Δωρικ. ἀντὶ τύ, σύ, Ἰλ., Ἡσ.· ὡς τὸ ἐγώνη ἀντὶ ἐγώ.
English (Autenrieth)
σύ.
Greek Monolingual
Α
(επικ. και δωρ. τ.) βλ. εσύ.
Greek Monotonic
τύνη: [ῡ], Επικ. και Δωρ. αντί τύ, σύ, εσύ.