ἀσκεπής
English (LSJ)
ἀσκεπές, = ἀσκέπαστος (uncovered), Lyr.Alex.Adesp.7.17, AP5.259 (Paul. Sil.), Nonn. D. 46.279, al.;
A γυμνὸς καὶ ἀ. Max.Tyr.2.4.
2 not covering, ἀ. νεφέων γυμνούμενος ἀήρ Nonn. D. 22.214:—also ἄσκεπος, ον, defenceless, Amynt.Epigr. in POxy. 662.37; bare-headed, Ps.-Luc.Philopatr. 21.
Spanish (DGE)
-ές
1 descubierto, desprotegido μέλισσαι ... ἀσκεπεῖς de unas abejas que elaboran la miel sin protección (fuera del panal) Lyr.Alex.Adesp.7.17, καρκινάδες de unos cangrejos que nacen sin caparazón, Opp.H.1.321, κάρηνον AP 5.260 (Paul.Sil.)
•de un palacio sin techo, AP 9.656.5, δέμας Nonn.D.48.116, μαζοί Nonn.D.46.279, μηρός Nonn.D.48.655, τὰ θεοῦ γνωρίσματα Lyd.Mag.3.59.
2 que ya no cubre φαίνεται ἀσκεπέων νεφέων γυμνούμενος ἀήρ Nonn.D.22.214, ἁρπαμένου ἀσκεπέος σκοπέλοιο Nonn.D.48.41.
German (Pape)
[Seite 371] ές, dass., κάρηνον Paul. Sil. 34 (V, 260).
Greek Monolingual
(AM ἀσκεπής, -ές)
1. ο ασκέπαστος, ο ακάλυπτος
2. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σκεπής < σκέπας, σκέπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκεπής: непокрытый (κάρηνον Anth.).