ἀποβρέχω
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
steep well, soak, Thphr. CP 2.5.5, IG4.955.9 (Epid.): metaph., τὴν γλῶσσαν εἰς νοῦν ἀ. Zeno Stoic.1.67, cf. Suid. s.v. Ἀριστοτέλης:—Pass., aor. part. -βρεχθείς Thphr. HP 5.9.5; -βραχείς Dsc.1.110: metaph., ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο Philostr.VA7.22.
Spanish (DGE)
sumergir en agua, empapar ref. a plantas ἀποβρεχθέντα ἐν ὕδατι ἐπιρρύτῳ Thphr.HP 5.9.5, ὅταν ὕσῃ τούτοις ἀποβρέχειν Thphr.CP 2.5.5
•esp. mantener en agua, macerar εἰς ὕδωρ ἀποβρέξαι IG 42.126.9 (Epidauro III a.C.), κάλυμμα καρπείου Nic.Al.276, τροφήν Dieuch.15.3, τὸ ἄλφιτον τὸ καπυρόν Dieuch.15.9, ἀποβραχεὶς δὲ ἐν ὀμβρίῳ ὕδατι ... ὠφελεῖ πινόμενος Dsc.1.110, λάδανον ἀποβρέχω<ν> νέῳ οἴνῳ macerando la resina en vino nuevo, SB 7350.3 (III/IV d.C.), fig. τὴν γλῶσσαν ... εἰς νοῦν ἀποβρέξας Zeno Stoic.1.67, τὸν κάλαμον ἀποβρέχων εἰς νοῦν Sud.s.u. Ἀριστοτέλης
•en v. pas. sofocar, ahogar ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο Philostr.VA 7.22.
German (Pape)
[Seite 298] in einen Aufguß einweichen, Theophr.; eintauchen, Sp., z. B. Nic. Al. 276.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβρέχω: μέλλ. -ξω, βρέχω καλῶς, βάλλω εἰς τὸ νερόν, μοσχεύω, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 5, 5: μεταφ., ἐὰν μὴ τὴν γλῶτταν εἰς νοῦν ἀποβρέξας διαλέγῃ Ζήνων παρὰ Στοβ. 218. 2· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀριστοτέλης, - Παθ. ἀόρ. Μετοχ. ἀποβρεχθεὶς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 9, 5· ἀποβραχεὶς Διοσκ. 1. 151.
Greek Monolingual
(AM ἀποβρέχω)
διαβρέχω, μουσκεύω -
νεοελλ.
απρόσ. παύει να βρέχει.