ἐγκαταπήγνυμι

Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A thrust firmly in, ξίφος.. κουλεῷ ἐγκατέπηξ' Od.11.98; ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν planted or fixed them in, Il.9.350; τὴν κεφαλὴν δόρατι ἐ. having fixed it on, Hdn.1.13.4.
2 sheathe, ξίφος Plu.2.313e.

Spanish (DGE)

1 introducir, meter ξίφος ... κουλεῷ Od.11.98
clavar ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν Il.9.350, τὸ ξίφος Dosith.Hist.6, τὴν κεφαλὴν δόρατι la cabeza en una lanza Hdn.1.13.4.
2 implantar fig. ἵνα ... τὴν ἀσέβειαν ἐγκαταπήξωσι Ath.Al.Apol.Sec.17.3, c. dat. loc. ἐγκαταπέπηκται ... τῷ ἐν ἡμῖν λογικῷ καὶ ἡ ... ὀρθὴ ... κρίσις está implantada en nuestra razón la recta capacidad de juzgar Cyr.Al.M.68.740A.

German (Pape)

[Seite 706] (s. πήγνυμι), fest hineinstoßen; ξίφος κουλεῷ Od. 11, 98; Sp.; κεφαλὴν δόρατι, den Kopf auf den Speer stecken, Hdn. 1, 13; abs., ἐγκαταπήγνυσι τὸ ξίφος, läßt das Schwert in der Wunde stecken, Plut. parall. 33.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐγκατέπηξα;
ficher dans, enfoncer dans : ξίφος κουλεῷ ἐγκ. OD ou abs. ἐγκ. τὸ ξίφος PLUT remettre un glaive au fourreau.
Étymologie: ἐν, καταπήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαταπήγνῡμι: (aor. ἐγκατέπηξα)
1 всовывать, вкладывать (ξίφος κουλεῷ Hom.);
2 вонзать (в тело) (τὸ ξίφος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταπήγνυμι: μέλλ. -πήξω, ἐντίθημι, ξίφος... κουλεῷ ἐγκατέπηξ’ Ὀδ. Λ. 98· ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν, ἐνέπηξεν, ἐστερέωσεν αὐτούς, Ἰλ. Ι. 350· τὴν κεφαλὴν δόρατι ἐγκαταπήξας, ἐμπήξας αὐτὴν ἐπὶ δόρατος, Ἡρωδιαν. 1. 13.

Greek Monolingual

ἐγκαταπήγνυμι (AM)
1. μπήγω, χώνω γερά σε κάτι
2. βάζω το ξίφος στη θήκη του.

Greek Monotonic

ἐγκαταπήγνυμι: μέλ. -πήξω, σπρώχνω σταθερά, αποφασιστικά, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. -πήξω
to thrust firmly in or into, c. dat., Od.