αὐτόκλητος

Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

αὐτόκλητον, self-called, i.e. uncalled, unbidden, A.Eu.170 (lyr.), S.Tr.392, Pl. Ep.331b; συμβουλεῦσαι αὐ. Phld.Ir.p.46 W.; αὐ. ἐπίκουροι natural allies (of parents and children), Hierocl.p.57 A.; δῆμος εἰς τοὺς πολέμους αὐ. Him.Ecl.5.14; personally invited, Plu.2.707f.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se invita a sí mismo, intruso μάντις A.Eu.170, αὐ. ἐπὶ δεῖνον ἐλθεῖν Plu.2.709f.
2 que acude por propia iniciativa o voluntad ὅδ' ἁνὴρ ... αὐτόκλητος ἐκ δόμων πορεύεται S.Tr.392, αὐ. ἐπὶ τὸν τοιοῦτον οὐκ ἔρχομαι Pl.Ep.331b, συμβουλεῦσαι ... αὐ. Phld.Ir.20.38, δῆμος εἰς τοὺς πολέμους αὐ. Him.5.14, οὐ γὰρ αὐ. προσέδραμε τῇ μαρτυρίᾳ Ammon.Io.174, cf. Gr.Naz.Ep.221, Hierocl.57
de Medea αὐ. κεραΐς Lyc.1317.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'invite soi-même, qui vient sans être convié.
Étymologie: αὐτός, καλέω.

German (Pape)

selbst gerufen, d.i. ungerufen, aus eigenem Antrieb, Aesch. Eum. 163; οὐκ ἐμῶν ὑπ' ἀγγέλων Soph. Tr. 391; Plat. Ep. VII.331b und Sp.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόκλητος: самозванный, т. е. незваный, непрошенный Aesch., Soph., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόκλητος: -ον, ὁ ὑφ’ ἑαυτοῦ κλειθείς, ὅ ἐ. ἄκλητος, ἀπρόσκλητος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 170, Σοφ. Τρ. 392, αὐτόκλητος ἐπὶ τὸν τοιοῦτον οὐκ ἔρχομαι ξυμβουλεύσων Πλάτ. Ἐπιστ. 331Β. ‒ Ἐπίρρ. -τως Κύριλλ. Ἀλ. εἰς Μιχαίαν σ. 418.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτόκλητος, -ον) καλώ
αυτός που καλείται από τον εαυτό του, απρόσκλητος, ακάλεστος
νεοελλ.
1. εκείνος που προσέρχεται στις τάξεις του κλήρου όχι επειδή τον κάλεσε ο Θεός (θεόκλητος) αλλά για προσωπικά οφέλη
2. «αυτόκλητος μάρτυρας» ή «... συνήγορος» κ.λπ.
εκείνος που επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις.

Greek Monotonic

αὐτόκλητος: -ον, αυτός που κλήθηκε από μόνος του, δηλ. απρόσκλητος, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell


self-called, i. e. uncalled, unbidden, Aesch., Soph.