ἀγλάϊσμα
English (LSJ)
τό, ornament, honour, A.Ag.1312; of a child, μητρὸς ἀ. E.Hel.11, cf. 282; of the hair of Orestes placed on his father's tomb, A.Ch.193, S El.908, cf. E.El.325; of a sarcophagus, IG12(8).600 (Thasos).—Poet. and late Prose; ἀ. φυτῶν, of the rose, Ach.Tat.2.1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1adorno, ornamento, ornato ἀ. Ὀρέστου del mechón de pelo, A.Ch.193, cf. S.El.908, E.El.325
•del perfume Σύριον ἀ. δώμασιν A.A.1312
•de la rosa ἀ. φυτῶν Ach.Tat.2.1.2
•de un sarcófago IG 12(8).600 (Tasos II d.C.).
2 gloria, gozo, alegría μητρὸς ἀ. de un hijo, E.Hel.11, τῆς γῆς Sm.Ps.47.3, cf. Pr.19.11
•como expr. de alabanza, ref. pers. σε ... τῶν ἱερέων τὸ ἀγλάϊσμα SB 10803.19 (IV d.C.).
II fig. resplandor τὰ παρὰ τοῦ νοῦ αὐτοῦ εἰς τὴν ψυχὴν ἐλθόντα ἀγλαίσματα Plot.3.5.9, παρθενικῆς δᾳδουχίας Hippol.in S.Pasch.62.28.
German (Pape)
[Seite 16] τό, Zierde, Schmuck, Aesch. δώμασιν Ag. 1285; von der Locke des Orest Ch. 191, wie Soph. El. 896; παρθένον μητρὸς ἀγ. Eur. Hel. 11; vom Opfer. El. 325.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
éclat, beauté, parure ; offrande.
Étymologie: ἀγλαΐζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλάϊσμα: ατος τό
1 украшение, краса Trag.;
2 прекрасный дар, лучшее приношение Soph., Eur.: Σύριον ἀ. Aesch. прекрасный дар Сирии, т. е. сирийское благовоние.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλάϊσμα: τό, κόσμημα, τιμή, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1312· τὸ μητρὸς ἀγλ., Εὐρ. Ἑλ. 11· πρβλ. 282· περὶ τῆς κόμης τοῦ Ὀρέστου κατατιθεμένης ὡς ἀνάθημα ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 193, Σοφ. Ἠλ. 908, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 325, περὶ σαρκοφάγου, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 325. ― Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις τῶν πεζογράφ. οἷον ἀγλ. φυτῶν, ἐπὶ τοῦ ῥόδου, Ἀχ. Τάτ. 2. 1.