παραδεκτέον
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
English (LSJ)
A one must admit, τι εἰς τὴν πόλιν Pl.R. 378d; τὴν ἐξήγησιν Steph. in Hp.1.248 D.
II παραδεκτέος, α, ον, to be admitted, Pl.R. 595a, PGnom.36 (ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
παραδεκτέον: ῥημ. ἐπὶθ. τοῦ παραδέχομαι, δεῖ παραδέχεσθαι τι εἰς τὴν πόλιν Πλάτ. Πολ. 378D. II. παραδεκτέος, α, ον, ὃν δεῖ παραδέχεσθαι, αὐτόθι 595Α.
Greek Monotonic
παραδεκτέον: ρημ. επίθ. του παραδέχομαι,
I. αυτός που πρέπει να παραδεχθεί κάτι, σε Πλάτ.
II. παραδεκτέος, -α, -ον, αυτός που γίνεται αποδεκτός, στον ίδ.