παραδεκτέος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
α, ον, to be admitted, Pl.R. 595a, PGnom. 36 (ii AD).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu'on peut ou qu'il faut admettre.
Étymologie: adj. verb. de παραδέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραδεκτέος -α -ον, adj. verb. van παραδέχομαι, die toegelaten moet worden; n. παραδεκτέον er moet worden geaccepteerd.
Russian (Dvoretsky)
παραδεκτέος: adj. verb. к παραδέχομαι.
Middle Liddell
έος, η, ον,
to be admitted, Plat.
παραδεκτέος, ον, verb. adj. of παραδέχομαι
one must admit, Plat.