ὀρέστερος

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρέστερος Medium diacritics: ὀρέστερος Low diacritics: ορέστερος Capitals: ΟΡΕΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: orésteros Transliteration B: oresteros Transliteration C: oresteros Beta Code: o)re/steros

English (LSJ)

α, ον, poet. for ὀρεινός, epithet of a snake, Il.22.93; of wolves and lions, Od.10.212; ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ S.Ph.391 (lyr.); παρθένος E.Tr.551 (lyr.); ἀγρευτῆρες Opp.H.4.586. (Posit. Adj. formed from ὄρος (τό), opp. ἀγρότερος from ἀγρός.)

German (Pape)

[Seite 373] poet. = ὀρεινός (kein compar., wie Philoxen. beim E. M. es, von ὀρήεις, für ὀρηέστερος erklärt); Beiwort des Drachen, Il. 22, 93, der Wölfe u. der Löwen, Od. 10, 212; ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ, Soph. Phil. 391, Rhea; ὄρειος θήρ, Eur. Hec. 1058; λέων, Bacch. 1139; κάπροι, Or. 1460.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. ὀρεινός.

Russian (Dvoretsky)

ὀρέστερος: Hom., Soph., Eur. = ὀρεινός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρέστερος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ ὀρεινός, ἐπίθ. τοῦ δράκοντος, Ἰλ. Χ. 93· λύκων καὶ λεόντων, Ὀδ. Κ. 212, κλ.· ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ Σοφ. Φιλ. 391· παρθένος Εὐρ. Τρῳ. 551· ἀγρευτῆρες Ὀππ. Ἁλ. 4. 586. (Θετ. ἐπίθ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ὄρος (τὸ) ὡς τὸ ἀγρότερος ἐκ τοῦ ἀγρός, οὐχὶ συγκρ., ὡς νομίζουσιν οἱ γραμματικοὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 807. 12).

English (Autenrieth)

(ὄρος, cf. ἀγρότερος): of the mountains, mountain-, dragon, wolves, Il. 22.93, Od. 10.212.

Greek Monolingual

ὀρέστερος, -έρα, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (συν. για τους δράκοντες, τους λύκους και τους λέοντες) ορεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσ- (βλ. λ. όρος [II]) + επίθημα -τερος (πρβλ. ἀγρότερος < ἀγρός)].

Greek Monotonic

ὀρέστερος: -α, -ον, ποιητ. αντί ὀρεινός II, σε Όμηρ., Τραγ.

Middle Liddell

ὀρέστερος, η, ον [poetic for ὀρεινός II, Hom., Trag.]

English (Woodhouse)

haunting the mountains

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)