χαμαιδάφνη
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ἡ,
A periwinkle, Vinca herbacea, Thphr. HP 3.18.13, Plin.HN21.172.
2 = δάφνη Ἀλεξανδρεία, Dsc.4.147, Plin.HN24.132.
3 = δαφνοειδές, Dsc.4.146.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιδάφνη: ἡ, εἶδος δάφνης μικρᾶς, Ruscus racem sus? Θεόφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 3, Διοσκ. 4. 149.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
είδος χαμηλής δάφνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + δάφνη.
German (Pape)
ἡ, der niedrige oder Zwerglorbeer, Diosc.