εὐάντητος
English (LSJ)
εὐάντητον, (ἀντάω)
A accessible, gracious, θεός BMus.Inscr.1012 (Chalcedon, i B.C.); Μήτηρ θεῶν IG 3.134, Bull.Soc.Alex.4.188 (ii B.C.).
II acceptable, ἄγρη Opp.C. 2.488, cf. H.2.149.
German (Pape)
[Seite 1056] dem man leicht, gern begegnet, freundlich, mild, θεός, gnädig, Ep. ad. 203 (App. 283); νύξ u. ä., Orph. u. a. sp. D. Auch ἄγρη, ἐδωδή, angenehm, Opp. C. 2, 488 Hal. 2, 149.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 d'agréable abord, affable, bienveillant;
2 bienvenu.
Étymologie: εὖ, ἀντάω.
Russian (Dvoretsky)
εὐάντητος: приветливый, милостивый, ласковый (θεός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐάντητος: -ον, (ἀντάω) εὐαπάντητος, εὐπρόσιτος, εὐμενής, θεὸς Ἀνθ. Π. παράρτ. 2. 83. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐάντητος· καλῶς ὑπαντῶν». ΙΙ. εὐπρόσδεκτος, ἄγρη Ὀππ. Κυν. 2. 488, πρβλ. Ἁλ. 2149.
Greek Monolingual
εὐάντητος, -ον (ΑΜ) ευάντης
ευπρόσδεκτος
αρχ.
1. ευκολοπλησίαστος, ευπρόσιτος
2. ευμενής.
Greek Monotonic
εὐάντητος: -ον (ἀντάω), προσιτός, ευκολοπλησίαστος, καταδεκτικός, προσηνής, ευμενής, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐ-άντητος, ον ἀντάω
accessible, gracious, Anth.