ἑδραστικός
From LSJ
English (LSJ)
ἑδραστική, ἑδραστικόν,
A establishing, making stable, δυνάμεις Procl. in Ti.3.138 D., cf. Dam.Pr.138; τοῦ δημιουργοῦ ἀγαθότης Simp.in Ph. 1355.6.
II = ἑδρικός, φάρμακα Orib.Eup.4.12.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 estabilizador, que asienta o fija, ἐνέργεια Iren.Lugd.Haer.1.3.5, δύναμις Procl.in Ti.3.138.19, Dam.in Prm.138, ἡ τοῦ δημιουργοῦ ... ἑδραστικὴ ἀγαθότης Simp.in Ph.1355.6.
2 relativo al recto, que se aplica al recto (φάρμακα) Orib.Eup.4.12.12.