ὀνησιφόρος

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνησῐφόρος Medium diacritics: ὀνησιφόρος Low diacritics: ονησιφόρος Capitals: ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΣ
Transliteration A: onēsiphóros Transliteration B: onēsiphoros Transliteration C: onisiforos Beta Code: o)nhsifo/ros

English (LSJ)

ὀνησιφόρον, bringing advantage, beneficial, Hp.Praec.14, Alex. 195.5, Com.Adesp.109.11, Agatharch.99, Ruf. ap. Orib.8.24.34, Ptol. Tetr.157; remunerative, ὕμνοι Phld.Rh.1.219 S.; μαθήματα Luc.Vit. Auct.26. Adv. ὀνησιφόρως Plu.2.71d.

German (Pape)

[Seite 347] Nutzen bringend; S. Emp. adv. gramm. 275; in einem Wortspiele von Alexis bei Ath. VII, 287 f auch mit ὄνος zusammengebracht.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui procure un avantage, utile.
Étymologie: ὄνησις, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ὀνησῐφόρος: приносящий пользу, полезный Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνησῐφόρος: -ον, ὁ φέρων κέρδος, ὠφέλειαν, Ἱππ. 28. 50, Ἄλεξις ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, 4, κτλ. ― Ἐπίρρ. -ρως, Πλούτ. 2. 71D.

Greek Monolingual

ὀνησιφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που ωφελεί, που ευεργετεί κάποιον
2. αυτός που συμφέρει
3. διδακτικός.
επίρρ...
ὀνησιφόρως (Α)
με χρήσιμο, ωφέλιμο τρόπο, επωφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνησις + -φόρος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.