εὐδιάζω

From LSJ
Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάζω Medium diacritics: εὐδιάζω Low diacritics: ευδιάζω Capitals: ΕΥΔΙΑΖΩ
Transliteration A: eudiázō Transliteration B: eudiazō Transliteration C: evdiazo Beta Code: eu)dia/zw

English (LSJ)

A calm, still, χειμῶνας Ph.2.567 (metaph.):—in Med., = εὐδιάω, βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Pl.Ax.370d.
II intr. in Act., to be calm, εὐδιαζούσας ἡμέρας Antig.Mir.150.

German (Pape)

[Seite 1061] = εὐδιάω, K. S.; übertr., βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος, welches in unerschütterlicher Ruhe behaglich geführt wird, Plat. Ax. 370 c.

Greek Monolingual

και βδιάζω και βιδιάζω (ΑΜ εὐδιάζω) ευδία
(για καιρό) γίνομαι αίθριος, γαληνεύωμόλις βδιάσει θα ξεκινήσουμε»)
μσν.- νεοελλ.
απρόσ. ευδιάζει
γίνεται γαλήνη
αρχ.
1. κάνω κάποιον γαλήνιο, ήσυχο
2. μέσ. εὐδιάζομαι
είμαι γαλήνιος, ηρεμώ.