ὁμάς
From LSJ
Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit
English (LSJ)
ὁμάδος, ἡ, the whole, πάντες καθ' ὁμάδα all together, Gp.10.2.3; ἐν ὁμάδι in one lump sum, Men.Prot.p.15 D.; but ἐν ὁμάδι τὸ πρᾶγμα διοικούμενον comprehensively, Just.Edict.13Praef.
German (Pape)
[Seite 329] άδος, ἡ, die Gesammtheit, πάντες καθ' ὁμάδα, Alle insgesammt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμάς: -άδος, ἡ, τὸ σύνολον, πάντες καθ’ ὁμάδα, πάντες ὁμοῦ, Γεωπ. 10. 2, 3. 2) κοινότης, Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμανὸν 220, 11. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 167.