ἀθαρής
From LSJ
English (LSJ)
ἄφθορος, of women, Hsch. ἀθάριοι· αἱ μὴ διαπεπαρθενευμέναι, τινὲς δέ, μὴ δεδεμέναι ἄρθρῳ, Id. ἀθαρσέω, to be discouraged, Procop.Vand. 2.11 (s.v.l.).
Spanish (DGE)
-ές
1 ἀ.· ἄφθορος ἐπὶ γυναικός, ἐπὶ δὲ σιδήρου στερεός Hsch.
2 adv. -έως con precisión Hsch., cf. ἀθερής.