προκαθεύδω
English (LSJ)
fut. -ευδήσω,
A sleep before or first, Ar.V.104.
II sleep for or on behalf of another, προεγρηγορότας καὶ προκαθεύδοντας Philostr. VA8.7.
German (Pape)
[Seite 726] (s. εὕδω), vorher, davor schlafen, Ar. Vesp. 104.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-καθεύδω gaan liggen slapen voor.
Russian (Dvoretsky)
προκαθεύδω: заранее (по)спать Arph.
Greek (Liddell-Scott)
προκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, καθεύδω, κοιμῶμαι πρότερον ἢ πρῶτος, Ἄριστοφ. Σφ. 104.
Greek Monolingual
Α
1. κοιμάμαι προηγουμένως ή κοιμάμαι πρώτος
2. κοιμάμαι αντί για άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καθεύδω «κοιμάμαι»].
Greek Monotonic
προκαθεύδω: μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι από πριν ή πρώτος, σε Αριστοφ.