προκαθεύδω

Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

fut. -ευδήσω,
A sleep before or first, Ar.V.104.
II sleep for or on behalf of another, προεγρηγορότας καὶ προκαθεύδοντας Philostr. VA8.7.

German (Pape)

[Seite 726] (s. εὕδω), vorher, davor schlafen, Ar. Vesp. 104.

French (Bailly abrégé)

dormir d'avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, καθεύδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καθεύδω gaan liggen slapen voor.

Russian (Dvoretsky)

προκαθεύδω: заранее (по)спать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

προκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, καθεύδω, κοιμῶμαι πρότερον ἢ πρῶτος, Ἄριστοφ. Σφ. 104.

Greek Monolingual

Α
1. κοιμάμαι προηγουμένως ή κοιμάμαι πρώτος
2. κοιμάμαι αντί για άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καθεύδω «κοιμάμαι»].

Greek Monotonic

προκαθεύδω: μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι από πριν ή πρώτος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -ευδήσω
to sleep before or first, Ar.