κυλίκιον
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
τό, Dim. of κύλιξ, small cup, Thphr. HP 5.9.8, Lyc.Fr.2.1, Philet. ap. Ath.11.498a, LXX Es.1.7, Aristeas 319 codd.: —also κυλικίς, ίδος, ἡ, dub. in Ath.11.480c.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλίκιον: τό, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 8, Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 420Β, Φιλητ. αὐτόθι 498Α· κῠλῐκίς, ίδος, ἡ, Ἀθήν 480G· ― ὑποκορ. τοῦ κύλιξ, μικρὸν ποτήριον.
Greek Monolingual
κυλίκιον, τὸ (Α)
μικρή κύλιξ, ποτηράκι, κυπελλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + υποκορ. κατάλ. -ιoν].
German (Pape)
τό, dim. von κύλιξ, kleiner Becher; Lycophr. bei Ath. X.420b, Philet. bei Ath. XI.498a; Theophr.