σφυρωτήρ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
σφυρωτῆρος, ὁ, leather thong, shoe-latchet, LXX Ge.14.23 cod. Vat. (σφαιρ- cett.): ἀπὸ τοῦ σφυρὰ τηρεῖν acc. to Jo.Chr. ap. Phot. Bibl.p.510B.
German (Pape)
[Seite 1053] ῆρος, f. L. für σφαιρωτήρ, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σφῠρωτήρ: ῆρος, ὁ, ἴδε ἐν Λέξ. σφαιρωτήρ, Ἑβδ. (Γεν. ΙΔ΄, 23).
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
δερμάτινο κορδόνι υποδήματος ή, κατ' άλλους, είδος υποδημάτων τα οποία έδεναν γύρω από τα σφυρά ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σφυροῦμαι (< σφυρόν) + επίθημα -τήρ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε σφαιρωτήρ].