ἐμφόρβιος

From LSJ
Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφόρβιος Medium diacritics: ἐμφόρβιος Low diacritics: εμφόρβιος Capitals: ΕΜΦΟΡΒΙΟΣ
Transliteration A: emphórbios Transliteration B: emphorbios Transliteration C: emforvios Beta Code: e)mfo/rbios

English (LSJ)

ἐμφόρβιον,
A eating away, consuming, τινός Nic.Th.629.
II ἐμφόρβιον, τό, pasture-money, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
que amordaza, que somete στρομβεῖα ... ἐμφόρβια νούσου píldoras que amordazan la enfermedad Nic.Th.629.

German (Pape)

[Seite 820] abweidend, abzehrend, Nic. Th. 629; τὸ ἐμφ., das Triftgeld, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφόρβιος: -ον, καταβιβρώσκων, καταναλίσκων, τινος Νικ. Θ. 629· ἐμφόρβιον· «τελώνημα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐμφόρβιος, -ον (Α)
1. αυτός που κατατρώει, καταναλώνει, απομαραίνει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφόρβιον
τέλος που καταβαλλόταν για τη νομή, τη βοσκή.