ἀνδραποδιστικός

From LSJ
Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραποδιστικός Medium diacritics: ἀνδραποδιστικός Low diacritics: ανδραποδιστικός Capitals: ΑΝΔΡΑΠΟΔΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: andrapodistikós Transliteration B: andrapodistikos Transliteration C: andrapodistikos Beta Code: a)ndrapodistiko/s

English (LSJ)

ἀνδραποδιστική, ἀνδραποδιστικόν, = ἀνδραποδιστήριος: ἡ ἀνδραποδιστική (sc. τέχνη) man-stealing, kidnapping, Pl.Sph.222c. Adv., Sup. ἀνδραποδιστικώτατα Eup.396.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
referente al rapto, del raptar para esclavizar ἡ ἀνδραποδιστική (τέχνη) el arte de esclavizar, el arte del mercader de esclavos Pl.Sph.222c
quizá adv. ἀνδραποδιστικώτατα Eup.396.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰποδιστικός: -ή, -όν, = ἀνδραποδιστήριος: - ἡ ἀνδραποδιστική, δηλ. ἡ τέχνη τοῦ ἀνδραποδίζειν, ἡ σωματεμπορία, Πλάτ. Σοφ. 222C: - Ὑπερθ. ἐπίρρ. ἀνδραποδιστικώτατα Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 77 (Πολυδ. Γ΄, 77).

Greek Monolingual

ἀνδραποδιστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει σχέση με τον ανδραποδισμό.