πιθηκίζω

From LSJ
Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθηκίζω Medium diacritics: πιθηκίζω Low diacritics: πιθηκίζω Capitals: ΠΙΘΗΚΙΖΩ
Transliteration A: pithēkízō Transliteration B: pithēkizō Transliteration C: pithikizo Beta Code: piqhki/zw

English (LSJ)

play the ape, of flatterers, Lib.Ep.424.1, 1397.5:—Med., Sch.rec.D.18.242 (viii p.325 Dindorf): barbarous form ἐπιτήκιζι or ἐπιτήκιζε cj. for ἐπιθηκίζει in Ar.Th.1133.

German (Pape)

[Seite 613] sich wie ein Affe gebehrden, sich affenhaft benehmen, Ar. Vesp. 1290; vgl. B. A. 34.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πίθηκος
φέρομαι σαν πίθηκος, μιμούμαι τους πιθήκους
νεοελλ.
μιμούμαι τους άλλους ανθρώπους με τρόπο ανόητο και αδέξιο, μαϊμουδίζω
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (ιδίως για κόλακες) φέρομαι σε κάποιον σαν πίθηκος, κολακεύω με γελοίο τρόπο κάποιον, κάνω σούζες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιθηκίζω [πίθηκος] apenstreken uithalen.

Russian (Dvoretsky)

πῐθηκίζω: ластиться по-обезьяньи Arph.