Μανερῶς

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μανερῶς Medium diacritics: Μανερῶς Low diacritics: Μανερώς Capitals: ΜΑΝΕΡΩΣ
Transliteration A: Manerō̂s Transliteration B: Manerōs Transliteration C: Maneros Beta Code: *manerw=s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, Maneros, only son of the first king of Egypt; also a national dirge named after him, identified by Hdt.2.79 with the Greek Λίνος, cf. Eub.46, Nymphis 9, Plu.2.357e, Paus.9.29.7.

Greek Monolingual

Μανερῶς, -ῶτος και Μανέρως, -ωτος, ὁ (Α)
είδος θρηνητικού πένθιμου άσματος τών Αιγυπτίων, ανάλογο με τον ελληνικό Λίνο («ἔστι δε αἰγυπτιστὶ ὁ Λίνος καλεύμενος Μανερῶς», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από το όν. του μοναχογιού του πρώτου βασιλιά της Αιγύπτου].