Μανερῶς
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ῶτος, ὁ, Maneros, only son of the first king of Egypt; also a national dirge named after him, identified by Hdt.2.79 with the Greek Λίνος, cf. Eub.46, Nymphis 9, Plu.2.357e, Paus.9.29.7.
Greek Monolingual
Μανερῶς, -ῶτος και Μανέρως, -ωτος, ὁ (Α)
είδος θρηνητικού πένθιμου άσματος τών Αιγυπτίων, ανάλογο με τον ελληνικό Λίνο («ἔστι δε αἰγυπτιστὶ ὁ Λίνος καλεύμενος Μανερῶς», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από το όν. του μοναχογιού του πρώτου βασιλιά της Αιγύπτου].