προσανακλίνω

From LSJ
Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανακλίνω Medium diacritics: προσανακλίνω Low diacritics: προσανακλίνω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: prosanaklínō Transliteration B: prosanaklinō Transliteration C: prosanaklino Beta Code: prosanakli/nw

English (LSJ)

[ῑ], lean against, δένδρεσιν ἑαυτούς, of elephants, Agatharch.55:—Pass., lean on, τινι D.S.17.41, Paus.10.30.6; of a city, τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη Str.14.1.43.

Greek Monolingual

Α 1. (το ενεργ
και το παθ.) (κυρίως για τους ελέφαντες) ακουμπώ σε κάτι
2. μτφ. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι
3. παθ. προσανακλίνομαι
μτφ. (για πόλη) βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι («Νῡσα... τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνακλίνω, -ομαι «ακουμπώ, στηρίζομαι»].