εὐυφής

Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εὐυφές, (ὑφή) wellwoven, στολή Tim.Pers.180; λαίφεα AP10.2 (Antip. Sid.); ἱμάτιον Herm. in Phdr.p.192 A., BGU1564.10; πέπλος v.l. in S.Tr.602.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien tissé.
Étymologie: εὖ, ὑφαίνω.

German (Pape)

ές, schön gewebt, πέπλος, Soph. Trach. 599; Antip.Sid. 37 (X.2).

Russian (Dvoretsky)

εὐῠφής: красиво или хорошо сотканный (πέπλος Soph.; λαίφεα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐῠφής: -ές, (ὑφή) καλῶς ὑφασμένος, Ἀνθ. Π. 10. 2· περὶ τοῦ: τόν δέ γ’ εὐυφῆ ἐν Σοφ. Τρ. 602, ἴδε ἐν λ. ταναϋφής.

Greek Monolingual

εὐυφής, -ές (Α)
υφασμένος καλά («εὐυφῆ λαίφεα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -υφής (< ύφος), πρβλ. αραχνουφής, λινουφής].

Greek Monotonic

εὐῠφής: -ές (ὑφή), καλοϋφασμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-ῠφής, ές [ὑφή]
well-woven, Anth.