ὑφή
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, web, mostly in plural, A.Ag.949, E.Ion1146, IT814, Pl. Plt.281a, etc.; πέπλων ὑφαί E.IT312: a spider's web, Arist.HA 623a21 (sg.). (v. ὑφαίνω.)
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
tissu ; texture.
Étymologie: cf. ὑφαίνω.
German (Pape)
ἡ, das Weben, das Gewebte; Aesch. Ag. 923; Eur. I.T. 312, Ion 1146; Plat. Polit. 281a; Sp., wie Plut. Nicia. 18.
Russian (Dvoretsky)
ὑφή: (ῠ) ἡ (преимущ. pl.)
1 ткань Aesch., Eur., Plat., Plut.;
2 паутина Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφή: ἡ, ὕφεσις, ὕφασμα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 949, Εὐρ. Ἴων 1146, Ι. Τ. 814, Πλάτ., κλπ.· οὕτω, πέπλων ὑφαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 312· τὸ ὕφασμα ἀράχνης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 5. (Ἴδε ὑφαίνω).
Greek Monotonic
ὑφή: ἡ (ὑφαίνω), ιστός, πλέγμα, ύφασμα, σε πληθ., σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
ὑφή, ἡ, ὑφαίνω
a web, in plural, Aesch., Eur.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ὕφασμα). Ἀπό τό ὑφαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.