ταναϋφής

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνᾰϋφής Medium diacritics: ταναϋφής Low diacritics: ταναϋφής Capitals: ΤΑΝΑΫΦΗΣ
Transliteration A: tanaüphḗs Transliteration B: tanauphēs Transliteration C: tanayfis Beta Code: tanau+fh/s

English (LSJ)

[ῠ], ές, (ὑφή) woven long and finely, Hsch. (τανοϋφῆ cod.), Suid., hence restd. in S.Tr.602 for γ' εὐϋφῆ.

German (Pape)

[Seite 1067] ές, lang u. sein gewebt, VLL.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'un tissu fin et délicat.
Étymologie: ταναός, ὑφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνᾰϋφής: тонкотканный (πέπλος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰναϋφής: [ῠ], ές, (ὑφὴ) λεπτοϋφής, Ἡσύχ. ὅθεν ὁ Wunder ἐπανορθοῖ τὴν λέξιν ἐν Σοφ. Τρ. 602 ἀντὶ γ’ εὐϋφῆ.

Greek Monolingual

-ές, Α
λεπτοΰφαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα-υφής (αντί ταναουφής, με σίγηση του -ο-) < ταναός «υψηλός» + -υφής (< ὕφος), πρβλ. ἡμιυφής].