ἀκατάστροφος

From LSJ
Revision as of 10:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάστροφος Medium diacritics: ἀκατάστροφος Low diacritics: ακατάστροφος Capitals: ΑΚΑΤΑΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: akatástrophos Transliteration B: akatastrophos Transliteration C: akatastrofos Beta Code: a)kata/strofos

English (LSJ)

ἀκατάστροφον, never-ending, Favor. ap. Stob.4.15.29; of a literary period, without conclusion, D.H.Comp.22. Adv. ἀκαταστρόφως = incessantly, Chrysipp.Stoic.2.273.

Spanish (DGE)

-ον
I 1ret. que no tiene conclusión, inconcluso περίοδος D.H.Comp.22.42.
2 que nunca acaba, ilimitado ἀπέρατόν τι καὶ ἀκατάστροφον ἡ γεωργία ἦν Fauorin.Fr.107.
II adv. -ως sin fin Chrysipp.Stoic.2.273, Alex.Aphr.Fat.44.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάστροφος: -ον, ὁ μηδέποτε τελευτῶν, παρὰ Στοβ. 374. 22. -ἐπὶ ὕφους ἢ περιόδου ἐν τῷ λόγῳ μὴ γλαφυρῶς καὶ καλῶς τελευτώσης, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 168. Schäf.

Greek Monolingual

ἀκατάστροφος, -ον (Α) καταστρέφω
1. αυτός που δεν τελειώνει ποτέ, ο συνεχής
2. αυτός που δεν τελειώνει όπως πρέπει, που δεν έχει ωραίο τέλος (αποδίδεται σε ύφος η σε περίοδο του λόγου).