εὐφάνταστος

From LSJ
Revision as of 10:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφάνταστος Medium diacritics: εὐφάνταστος Low diacritics: ευφάνταστος Capitals: ΕΥΦΑΝΤΑΣΤΟΣ
Transliteration A: euphántastos Transliteration B: euphantastos Transliteration C: effantastos Beta Code: eu)fa/ntastos

English (LSJ)

εὐφάνταστον,
A imaginative, Phlp.in de An.155.30, Platon.Diff.Com.15.
II easily imagined, Procl. in Prm.p.518S.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐφάνταστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει ζωηρή φαντασία, που πλάθει με τη φαντασία του ανύπαρκτα ή μεγαλοποιεί με αυτήν υπαρκτά πράγματα
αρχ.
1. αυτός που έχει δημιουργική φαντασία, ο επινοητικός
2. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντάζομαι].

German (Pape)

leicht durch die Einbildungskraft vorzustellen, Sp.