συγκηδεστής

From LSJ
Revision as of 10:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκηδεστής Medium diacritics: συγκηδεστής Low diacritics: συγκηδεστής Capitals: ΣΥΓΚΗΔΕΣΤΗΣ
Transliteration A: synkēdestḗs Transliteration B: synkēdestēs Transliteration C: sygkidestis Beta Code: sugkhdesth/s

English (LSJ)

συγκηδεστοῦ, ὁ,
A brother-in-law, wife's sister's husband, D.36.15, Com.Adesp.1157.
2 father-in-law, D.S.33.7.

German (Pape)

[Seite 967] ὁ, der Verschwägerte, Frauenschwestermann; Dem. 36, 15; com. bei Poll. 6, 159. – Mitschwiegervater, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

συγκηδεστής: οῦ ὁ
1 свояк Diod.;
2 зять Dem.

Greek (Liddell-Scott)

συγκηδεστής: -οῦ, ὁ, σύγγαμβρος, ὁμόγαμβρος, παρὰ Δημ. 949. 6 ὁ πενθερός τινος, Διοδ. Ἐκλογ. 594. 57, Πολυδ. Γ΄, 32.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. συγγενής εξ επιγαμίας, ο άνδρας της αδελφής της συζύγου κάποιου
2. συγγενής εξ αγχιστείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κηδεστής «συγγενής εξ αγχιστείας»].