ὁλόψυχος
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
ὁλόψυχον, dub.sens. in Phld.D.3.Fr.19 (perhaps consisting entirely of soul); with his whole soul, Eust.1901.43. Adv. ὁλοψύχως Suid. s.v. ἐκτενῶς.
German (Pape)
[Seite 328] mit ganzer Seele, Eust. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόψῡχος: -ον, ὁ ἐξ ὅλης ψυχῆς, Εὐστ. 1901. 43. Ἐπίρρ. -χως, ἐξ ὅλης ψυχῆς, Ἀναστ. Σιν.. 1084Β, Εὐσταθ. Πονημ. 83, 23, Σουΐδ. ἐν λ. ἐκτενῶς.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁλόψυχος -ον)
αυτός που γίνεται με όλη την ψυχή, εγκάρδιος, ένθερμος («δέησιν ὁλόψυχον», Ευστ.).
επίρρ...
ολοψύχως και ολόψυχα (Μ ὁλοψύχως) με όλη την ψυχή, εγκαρδίως, ένθερμα, προθυμότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].