κρουσμός

From LSJ
Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουσμός Medium diacritics: κρουσμός Low diacritics: κρουσμός Capitals: ΚΡΟΥΣΜΟΣ
Transliteration A: krousmós Transliteration B: krousmos Transliteration C: krousmos Beta Code: krousmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A = κροῦσις 4, Procl. ap. Phot.Bibl.p.320 B.
II κ. ὀδόντων gnashing of teeth, Aus.Ep.8.8.

Greek (Liddell-Scott)

κρουσμός: -οῦ, ὁ, = κροῦσις, Πρόκλ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 320. 30.

Greek Monolingual

(I)
ο κρούζω
σύγχυση φρενών, φρενοβλάβεια.
(II)
κρουσμός, ὁ (AM)
μσν.
χτύπημα, σύγκρουση
αρχ.
1. η κρούση έγχορδου οργάνου
2. φρ. «κρουσμὸς ὀδόντων» — τρίξιμο τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. αόρ. -κρουσ-α) + κατάλ. -μός (πρβλ. δαρμός, πνιγμός)].