σιδηρεῖα
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
τά, ironmines, Arist.Pol.1259a25, Thphr. HP 5.9.2, Lap.52, Str. 1.2.39: sg. σιδηρεῖον, τό, IG11(2).161 A 19 (Delos, iii B.C.).
Greek Monotonic
σιδηρεῖα: τά, τόπος κατεργασίας του σιδήρου, σιδηρουργείο, μεταλλεία σιδήρου, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρεῖα: τά железоделательные мастерские Arst.