προσεπιπλάσσω

Revision as of 11:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A add by way of fiction, τινί τι Corn.ND17 (Pass., v.l.).
II work into a plaster, Sor. ap. Gal.12.495.

German (Pape)

[Seite 761] (s. πλάσσω), noch dazu bilden, erdichten, Phurnut.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιπλάσσω: ἐπιπλάσσω προσέτι, τινί τι Κορνούτου περὶ Θ. Φύσ. 17.

Greek Monolingual

Α
1. σχηματίζω, πλάθω επίσης
2. επινοώ επί πλέον κάτι πλασματικό, προσθέτω κάτι ανύπαρκτο
3. (σχετικά με έμπλαστρο)
τοποθετώ και δεύτερο πάνω στο πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπιπλάσσω «επιθέτω, σχηματίζω»].