μελισσόφυλλον
English (LSJ)
τό, = μελισσοβότανον (balm, lemon balm, Melissa officinalis, common balm, balm mint), Thphr. HP 6.1.4, Dsc.3.104.
German (Pape)
[Seite 124] τό, Bienenblatt, ein Kraut, = μελισσοβότανον, Diosc. u. a. Sp.; auch ἡ μελισσόφυλλος, Schol. Nic. Th. 677.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mélisse, plante.
Étymologie: μέλισσα, φύλλον.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσόφυλλον: τό, = μελισσοβότανον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4, Διοσκ. 3. 118.
Greek Monolingual
μελισσόφυλλον, τὸ (Α)
το φυτό μελισσοβότανο.
Wikipedia EL
Η Μέλισσα η φαρμακευτική (Melissa officinalis), γνωστή και ως το μελισσόχορτο ή μελισσοβότανο ή κιτροβάλσαμο (lemon balm), η βάλσαμος (balm), το κοινό βάλσαμο (common balm) ή το βάλσαμο μέντας (balm mint), είναι ένα πολυετές (perennial) φυτό το οποίο ανήκει στην οικογένεια Χειλανθή (Lamiaceae), την οικογένεια της μέντας. Το θαμνώδες αυτό φυτό είναι ιθαγενές στη νότιο-κεντρική Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική, την περιοχή της Μεσογείου και την Κεντρική Ασία.
Wikipedia EN
Lemon balm (Melissa officinalis), balm, common balm, or balm mint, is a perennial herbaceous plant in the mint family Lamiaceae and native to south-central Europe, the Mediterranean Basin, Iran, and Central Asia, but now naturalized in the Americas and elsewhere.
Translations
af: suurlemoenbalsem; ar: ترنجان مخزني; ast: melissa officinalis; azb: درمان لیمون اوْتو; az: dərman limonotu; bat_smg: melėsos; ba: мелисса; be: меліса лекавая; bg: маточина; bs: matičnjak; ca: melissa; ceb: melissa officinalis; csb: mateszkòwé zelé; cs: meduňka lékařská; cy: balm; da: citronmelisse; de: Zitronenmelisse; el: μελισσόχορτο; en: lemon balm; eo: citronmeliso; es: melissa officinalis; et: sidrunmeliss; eu: garraiska; fa: فرنجمشک; fi: sitruunamelissa; fr: mélisse officinale; gl: melisa; hr: ljekoviti matičnjak; hsb: citronowa mjedowka; hu: citromfű; hy: պատրինջ դեղատու; is: sítrónumelissa; it: melissa officinalis; ja: レモンバーム; kab: iferzizwi; ka: ბარამბო; kk: дәрілік жаужапырақ; ko: 레몬밤; lt: vaistinė melisa; lv: ārstniecības melisa; mhr: мӱкшпеледыш; mk: маточина; mzn: وارنگ بو; nl: citroenmelisse; nn: sitronmelisse; no: sitronmelisse; nrm: piment; pcd: chitron·néle; pl: melisa lekarska; pms: melissa officinalis; ps: کرپوله; pt: erva-cidreira; ro: roiniță; ru: мелисса лекарственная; sh: matičnjak; simple: lemon balm; sk: medovka lekárska; sl: navadna melisa; sr: матичњак; sv: citronmeliss; th: สะระแหน่; tr: melissa officinalis; uk: меліса лікарська; vi: tía tô đất; war: melissa officinalis; wuu: 蜜蜂花; zh_yue: 檸檬香蜂草; zh: 蜜蜂花