ἀποστατήρ
English (LSJ)
ἀποστατῆρος, ὁ,
A one who has power to dissolve an assembly, or to decide a question, Lex Lyc. ap. Plu.Lyc.6; cf. ἀφίστημι.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
capacitado para aplazar una decisión o levantar una reunión, ἀρχαγέτας ἀποστατῆρας ἦμεν Ley en Plu.Lyc.6.
German (Pape)
[Seite 326] ῆρος, ὁ, der von etwas abfällt, Plut. Lyc. 6 aus Lykurg's Gesetzen erkl. es μὴ κυροῦν ἀλλ' ὅλως ἀφίστασθαι.
French (Bailly abrégé)
1ῆρος (ὁ) :
1 esclave fugitif;
2 rebelle, traître.
Étymologie: ἀφίστημι.
2ῆρος (ὁ) :
qui a pouvoir de dissoudre une assemblée, de décider sur une question.
Étymologie: ἀφίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστᾰτήρ: ῆρος ὁ Plut. = ἀποστάτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστᾰτήρ: ὁ, ὁ ἔχων ἐξουσίαν νὰ διαλύσῃ ἐκκλησίαν, Νόμ. Λυκούργ. παρὰ Πλουτ. ἐν Λυκούργ. 6· πρβλ. ἀφίστασθαι: - ἀφετήρ (ὅ ἴδε) εἶναι ἐν χρήσει ὀλίγον διαφόρως.
Greek Monotonic
ἀποστᾰτήρ: -ῆρος, ὁ (ἀφίστημι), αυτός που έχει την εξουσία να διαλύσει την εκκλησία του δήμου, Λυκούργ. παρά Πλούτ.
Middle Liddell
ἀφίστημι
one who has power to dissolve an assembly, Lycurg. ap. Plut.