ἀναμεταξύ

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμεταξύ Medium diacritics: ἀναμεταξύ Low diacritics: αναμεταξύ Capitals: ΑΝΑΜΕΤΑΞΥ
Transliteration A: anametaxý Transliteration B: anametaxy Transliteration C: anametaksy Beta Code: a)nametacu/

English (LSJ)

Adv. between, intermediate, Arist.Ph.243a15: of time, in the meanwhile, Nic. Dam.p.63 D., Dexipp.p.196 D.: Prep. c. gen., Aq., Sm.3 Ki.20.3.

Spanish (DGE)

adv. entre, en el intervalo οὐδέν ἐστιν ἀ. Arist.Ph.243a15
mientras tanto πολλῶν ... ἀ. γενομένων Nic.Dam.66.45.

German (Pape)

[Seite 198] dazwischen. Schol. Thuc. 1, 118.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμετᾰξύ: adv. в промежутке Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμεταξύ: ἐπίρρ., ἀνὰ μέσον, μεταξύ, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 2, πρβλ. 7.

Greek Monolingual

επίρρ.ἀναμεταξύ)
1. τοπ. ανάμεσα, μεταξύ, στο μέσο
2. χρον. μεταξύ δύο χρονικών σημείων, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ
μσν.- νεοελλ.
(για σχέση προσώπων) μεταξύ
νεοελλ.
«αυτό να μείνει αναμεταξύ μας», δηλ. κρυφό, μυστικό ανάμεσά μας.