ἀναμεταξύ
From LSJ
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
Adv. between, intermediate, Arist.Ph.243a15: of time, in the meanwhile, Nic. Dam.p.63 D., Dexipp.p.196 D.: Prep. c. gen., Aq., Sm.3 Ki.20.3.
Spanish (DGE)
adv. entre, en el intervalo οὐδέν ἐστιν ἀ. Arist.Ph.243a15
•mientras tanto πολλῶν ... ἀ. γενομένων Nic.Dam.66.45.
German (Pape)
[Seite 198] dazwischen. Schol. Thuc. 1, 118.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμετᾰξύ: adv. в промежутке Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμεταξύ: ἐπίρρ., ἀνὰ μέσον, μεταξύ, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 2, πρβλ. 7.
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἀναμεταξύ)
1. τοπ. ανάμεσα, μεταξύ, στο μέσο
2. χρον. μεταξύ δύο χρονικών σημείων, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ
μσν.- νεοελλ.
(για σχέση προσώπων) μεταξύ
νεοελλ.
«αυτό να μείνει αναμεταξύ μας», δηλ. κρυφό, μυστικό ανάμεσά μας.