ἀπομέμφομαι

Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

rebuke, E.Rh.900 (lyr.); φανερῶς J.BJ1.24.2, Plu. 2.229b (s.v.l.); τῇ ἀποτυχίᾳ Oenom. ap. Eus.PE5.20 (v.l.).

Spanish (DGE)

reprochar, censurar abs. ἀπομεμφομένας ἐμοῦ πορευθείς E.Rh.900
c. ac. int. τι ... ἐμὶν ἀπεμέμψατο Theoc.2.144, οὐδὲν ... φανερῶς I.BI 1.475, οὐδὲν μὲν ἐκείνοις ἀπεμέμψατο Fauorin.De Ex.2.19
c. dat. quejarse τῇ ἀποτυχίᾳ Oenom.2.

German (Pape)

[Seite 314] ganzu. gar tadeln, τινὶ ἐπί τινι, Jem. um etwas, Plut. apophth. Lac. Lys. (p. 227).

French (Bailly abrégé)

faire de grands reproches : τινα ἐπί τινι à qqn pour qch.
Étymologie: ἀπό, μέμφομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομέμφομαι: резко порицать (τινα ἐπί τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομέμφομαι: ἀποθ., αὐστηρῶς ἐπιπλήττω τινά, ἀπομεμφομένων θ’ ἑτέρων αὐτὸν ἐπὶ ταῖς παραβάσεσι τῶν ὅρκων, κτλ. Πλούτ. 2. 229Β (εἰ ἡ γραφὴ ἔχει ὀρθῶς)· τινὶ Οἰνόμ. Παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 210D.

Greek Monolingual

ἀπομέμφομαι (AM)
επιπλήττω αυστηρά.