ἀμφίμακρος

From LSJ
Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίμακρος Medium diacritics: ἀμφίμακρος Low diacritics: αμφίμακρος Capitals: ΑΜΦΙΜΑΚΡΟΣ
Transliteration A: amphímakros Transliteration B: amphimakros Transliteration C: amfimakros Beta Code: a)mfi/makros

English (LSJ)

ἀμφίμακρον, long at both ends: - ὁ ἀμφίμακρος = metrical foot amphimacer, (as Οἰδίπους), also called creticus, Heph.3.2, Quint.Inst.9.4.81, etc.

Spanish (DGE)

-ον
subst. ὁ ἀ. métr. largo en ambos extremos e.d. el pie métrico anfímacro o crético (¯˘¯) Heph.3.2, Quint.Inst.9.4.81.

German (Pape)

[Seite 141] auf beiden Seiten lang, der Versfuß - ñ– bei Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίμακρος: ὁ (sc. πούς) (= κρητικός ) стих. амфимакр (стопа – ∪ –).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίμακρος: -ον, μακρὸς κατ’ ἀμφότερα τὰ ἄκρα: - ὁ ἀμφ. μετρικὸς ποὺς -υ- (ὡς Οἰδίπους), καλούμενος καὶ κρητικός, Γραμμ.

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἀμφίμακρος, -ον)
1. ο μακρός και από τις δύο πλευρές
2. (στη Μετρική) «ποὺς» μακρός στην πρώτη και τρίτη συλλαβή [π. χ. Οιδίπους (-υ-)], που έχει την ιδιαίτερη ονομασία Κρητικός (αντίθ. αμφίβραχυς)].
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μακρός.