συνομαρτέω

Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

follow along with, attend on, τινι Sol.13.55, Perict. ap. Stob.4.28.19, Aret.SD1.9, Jul.Or.7.210a: abs., σὺν δ' ὁμαρτοῦσιν φίλοι E.Or.950.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accompagner.
Étymologie: σύν, ὁμαρτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομαρτέω [σύν, ὁμαρτέω] begeleiden, met dat.; abs.

German (Pape)

mit od. zugleich folgen; Plut. an seni 6; Clem.Al.

Russian (Dvoretsky)

συνομαρτέω:
1 сопровождать (σὺν᾽ δ᾽ ὁμαρτοῦσιν φίλοι Eur.);
2 следовать: σ. τινι Plut. следовать за чем-л.

Greek Monotonic

συνομαρτέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ από κοινού, παρακολουθώ, τινί, σε Σόλωνα· απόλ., σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνομαρτέω: συνακολουθῶ, τινι Σόλων 5. 55· συγγενέσι τε καὶ φίλοισι ξυνομαρτέουσα Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 56· ἀπολ., ξὺν δ’ ὁμαρτοῦσιν φίλοι Εὐρ. Ὀρ. 950.

Middle Liddell

fut. ήσω
to follow along with, attend on, τινί Solon.; absol., Eur.