ἀλωπεκιδεύς
From LSJ
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A fox-cub, Ar.Pax1067, Ael.NA 7.47.
2 = ἀλωπεκίς, Epic.Alex.Adesp.2.9.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 cría de zorra Ar.Pax 1067, Ael.NA 7.47.
2 cruce de perro y zorro, Epic.Alex.Adesp.2.9.
German (Pape)
[Seite 113] ὁ, ein junger Fuchs, Ar. Pax 1032; Ael. H. A. 7, 47.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
jeune renard.
Étymologie: ἀλωπεκίς.
Russian (Dvoretsky)
ἀλωπεκῐδεύς: έως (ᾰ) ὁ лисичка, лисенок Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλωπεκιδεύς: έως, ὁ, νεογνὸν ἀλώπεκος, νεαρὰ ἀλώπηξ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1067.
Greek Monolingual
ἀλωπεκιδεύς, ο (Α)
νεογνό αλεπούς, αλεπούδι, αλεπουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ιδεύς].
Greek Monotonic
ἀλωπεκιδεύς: -έως, ὁ (ἀλὠπηξ), νεαρή αλεπού, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[ἀλωπήξ]
a young fox, Ar.