εὐόνειρος

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐόνειρος Medium diacritics: εὐόνειρος Low diacritics: ευόνειρος Capitals: ΕΥΟΝΕΙΡΟΣ
Transliteration A: euóneiros Transliteration B: euoneiros Transliteration C: evoneiros Beta Code: eu)o/neiros

English (LSJ)

εὐόνειρον, having auspicious dreams, Str. 16.2.35; bringing such dreams, νύξ Hld.3.5; εὐ. καὶ ἄλυπα, opp. φοβερόν, Plu.2.83d.

German (Pape)

[Seite 1085] leicht träumend, Strab. XVI, 761; mit guten Träumen, νύξ, Hel. 3, 5; τὰ εὐόνειρα, gute Träume, Plut. prof. virtut. sent. p. 262.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui procure des rêves agréables ; τὰ εὐόνειρα PLUT rêves agréables.
Étymologie: εὖ, ὄνειρος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐόνειρος: -ον, ὁ βλέπων εὐχάριστα ὄνειρα, Στράβ. 761· φέρων εὐχάριστα ὄνειρα, νὺξ Ἡλιόδ. 3. 5· τὰ εὐ., εὐχάριστα ὄνειρα, Πλούτ. 2. 83D.

Greek Monolingual

εὐόνειρος, -ον (Α)
1. αυτός που βλέπει ευχάριστα όνειρα
2. αυτός που φέρνει ευχάριστα όνειρα («εὐόνειρόν τε ᾔτει τὴν νύκτα», Ηλιόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόνειρον
το ευχάριστο όνειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όνειρος / όνειρον].